δημιοπληθης

δημιοπληθης
    δημιοπληθής
    δημιο-πληθής
    2
    имеющийся в изобилии у народа
    

κτήνη τὰ δημιοπληθέα Aesch. — народное имущество


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δημιοπληθης" в других словарях:

  • δημιοπληθής — δημιοπληθής, ές (Α) αυτός που χρησιμοποιείται πολύ από τον λαό, που τόν έχει ο λαός με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο» + πληθής < πλήθος] …   Dictionary of Greek

  • δημιοπληθῆ — δημιοπληθής abounding for public use neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δημιοπληθής abounding for public use masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δημιοπληθής abounding for public use masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημιοπληθέα — δημιοπληθής abounding for public use neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δημιοπληθής abounding for public use masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»